Για μένα

Η φωτογραφία μου
Όνομα μητρός:Ψυχή Όνομα πατρός: Όνειρο Προορισμός: Προτιμώ αδιάκοπα να ταξιδεύω Μότο:Μην αφήνεις γι' αύριο ότι μπορείς να κάνεις σήμερα Ζω: για την οικογένειά μου. Είμαι: Ύλη μα περιφέρομαι στα άυλα τις περισσότερες φορές. Δεν μπορώ να ζήσω: χωρίς τα παιδιά μου. Σας ευχαριστώ που μου επιτρέπετε να συνεχίσω να ονειρεύομαι....

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Απόσπασμα απ' Το Γυάλινο Ρόδο



Την είδε να απεγκλωβίζει το μουσκεμένο και ξεπαγιασμένο ζωντανό δίχως να νοιάζεται που βούτηξε τα χέρια της στις λάσπες για να τα καταφέρει. Την είδε να βγάζει το ολοκαίνουριο μπουφάν της φιλοδωρώντας το με κάμποσους λεκέδες και να τυλίγει μ’ αυτό το μικρό, καχεκτικό σκυλί που κλαψούριζε ακόμη. Πριν προλάβει να την προειδοποιήσει για τις αντιδράσεις των τρομαγμένων ζώων ακόμη κι απέναντι στον διασώστη τους, το κακό έγινε. Τα κοφτερά του δόντια μπήχτηκαν στο δάχτυλό της κι εκείνη ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Αντέδρασε ακαριαία. Πρώτα άρπαξε το φοβισμένο ζώο απ’ την αγκαλιά της κι έπειτα την τραβολόγησε μέχρι το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του που το άνοιξε για να βγάλει το φαρμακείο.
«Δεν είναι τίποτε!» του φώναξε κάτωχρη απ’ την προοπτική να δεχτεί τις περιποιήσεις του. «Θα το πλύνω λίγο και…για τ’ όνομα του Θεού, Νίκολας! Έχω πάθει και χειρότερα! Κοίτα πως φοβάται, το καημένο. Ας δούμε πρώτα τι θα κάνουμε μ’ αυτό….»
Με το σκύλο παραμάσχαλα, αγνόησε τα λεγόμενά της, άνοιξε το φαρμακείο και τη διέταξε ν’ αυτοεξυπηρετηθεί, αφού δεν ανεχόταν το άγγιγμά του. Η Έμμα, προκειμένου ν’ αποφύγει τη μουρμούρα του, αποστείρωσε την πληγή με ό,τι βρήκε διαθέσιμο κι έπειτα έκανε ένα εντυπωσιακό δέσιμο που θα του έκλεινε σίγουρα το στόμα. Μόλις τέλειωσε, άπλωσε και τα δυο της χέρια περιμένοντας να της δώσει τον σκύλο. Σίγουρα ήταν βλαστήμια αυτή που εκσφενδονίστηκε απ’ το στόμα του, αλλά δεν την άκουσε καλά κι έτσι την άφησε ασχολίαστη. Πήρε το ζώο ξανά στην αγκαλιά της φροντίζοντας να το καθησυχάσει αυτή τη φορά και πέρασαν πάνω από δέκα λεπτά μέχρι να το καταφέρει. Το κουτάβι λούφαξε στην αγκαλιά της κι απολαμβάνοντας τη θέρμη του μπουφάν της, αποκοιμήθηκε εξαντλημένο. Ποιος ξέρει πόση ώρα ήταν παγιδευμένο σ’ εκείνα τα κλαδιά και τις πέτρες! Θα πεινούσε σίγουρα. Ίσως κι η μαμά του ήταν κάπου εκεί γύρω ψάχνοντάς το.
«Μπορεί να κουβαλά καμιά αρρώστια», επιχείρησε να τη συνετίσει ο Νίκολας βλέποντας την ολοφάνερη πρόθεσή της να το πάρει μαζί της.
«Δεν μπορώ να τ’ αφήσω ολομόναχο εδώ! Μπορεί και να χαίρει άκρας υγείας», τον αντέκρουσε.
«Θα πρέπει να το δει γιατρός».
«Θα το συνεφέρω και θα το πάω σ’ έναν κτηνίατρο λοιπόν».
«Βλέπω πως τελικά είσαι απόλυτα ικανή να νιώσεις τρυφερότητα για κάποιον».
«Αυτό τώρα γιατί το είπες;» Τα μάτια της συγκρούστηκαν στον αέρα με τα δικά του κι αυτή τη φορά δεν υποχώρησαν αναζητώντας πρώτα το έδαφος.
«Γενική παρατήρηση».
«Άλλη φορά να κρατάς τις παρατηρήσεις σου για τον εαυτό σου. Το τι μπορώ να νιώσω για κάποιον και τι δεν μπορώ είναι προσωπικό μου ζήτημα».
«Γίνεται και δικό μου απ’ τη στιγμή που καλούμαι να…» σώπασε. Ήταν ηλίθιος. Όσο κι αν τον οδηγούσε στα άκρα αυτό το αλλοπρόσαλλο θηλυκό, όφειλε να διατηρεί την αυτοκυριαρχία του. «....να μοιράζομαι αρκετό απ’ τον χρόνο μου μαζί σου δεδομένων των συνθηκών», τα μπάλωσε. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι έβαλε μπρος τερματίζοντας την κουβέντα. Είχε σημαντικότερα πράγματα να κάνει απ’ το να σκαλίζει διαρκώς τα εσώψυχα της Εμμανουέλλας Μαράντη. Οι εξελίξεις έτρεχαν. Κάποιος εκεί έξω έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια τις ευαισθησίες της και ποθούσε διακαώς, άγνωστο ακόμα γιατί, να φυτέψει κεράσια στα σφαλιστά της βλέφαρα. Κι εκείνος καλούνταν απλά να την προστατεύσει. Τίποτε περισσότερο. Το τι είδους σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του βλέποντας τα λεπτά της δάχτυλα ν’ αργοσαλεύουν πάνω απ’ το καφετί τρίχωμα του σκύλου, ήταν ζήτημα που αφορούσε  ψυχίατρο, αν ποτέ απευθυνόταν σε κάποιον.

Απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα που κοντεύει να τελειώσει....(Αιώνια Νύχτα)


 Κι εκείνος, ο σπουδαίος οραματιστής του μέλλοντος, ο αρωγός της έκτης αίσθησης που ελάχιστοι άνθρωποι ανά τον κόσμο αποδεδειγμένα είχαν, δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτε. Ζούσε στην άγνοια. Παραπλανημένος κι ανίδεος. Δείχνοντας κίβδηλα αγέρωχος καταμεσής της πιο επαίσχυντης προδοσίας.
Και τώρα έπρεπε να σωπάσει. Να γνωρίζει και να φέρεται σαν να μην έμαθε ποτέ. Δεν  ήθελε ούτε να διανοηθεί τι επιπτώσεις θα είχε η αποκάλυψη αυτού του μυστικού στην ευαίσθητη μεσαία του αδερφή. Ναι, έπρεπε να σωπάσει. Για το καλό της.
Νιώθοντας εντελώς διαλυμένος και αποπροσανατολισμένος, κίνησε για το σπίτι. Αγάπη, σκεφτόταν συνέχεια με άγριες διαθέσεις. Έστω και μισή πιθανότητα να υπήρχε μέχρι πριν από λίγο για να πιστέψει στο νόημα αυτής της υπερτιμημένης λέξης, τώρα είχε συνθλιβεί κάτω απ’ το βάρος των αποκαλύψεων. Δεν υπήρχε αγάπη. Αν οι άνθρωποι ήταν ικανοί να διαπράξουν τέτοια αμαρτήματα στο όνομά της, τότε σίγουρα δεν υπήρχε. Το νόημα αυτής της λέξης είχε διαστρεβλωθεί εντελώς. Ή δεν ήξεραν, οι δύσμοιροι αδαείς, αυτά που ήξερε εκείνος για την αγάπη. Για τη σύνδεσή της σχεδόν πάντα με το μίσος και τον θάνατο. Με την εκδίκηση και την τιμωρία. Με την καταστροφή και τον όλεθρο. Δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν….
Ανέβηκε στο προσωπικό του στούντιο σε ημιάγρια κατάσταση. Άρπαξε ένα μπουκάλι ουίσκι απ’ την κάβα του και το κοπάνησε πάνω στην οροφή του πιάνο του. Άνοιξε βίαια το καπάκι των πλήκτρων και πάτησε με μανία τα δάχτυλά του πάνω τους.
Η σύνθεση βγήκε αβίαστα.
Πρώτα απ’ την ψυχή και έπειτα απ’ το μυαλό του.
Και σ’ εκείνη την άγρια μονωδία που ένα μήνα αργότερα συγκλόνισε με την εκτέλεσή της απ’ την καινούρια του μούσα ολόκληρο το πανελλήνιο, αποτυπώθηκε με νότες και με στίχους η δική του ψυχρή και ωμή άποψη για την αγάπη….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου